- κοκαΐνομανία, η
- κοκαΐνομανία, η και κοκαϊνισμός,ο η κακή ροπή για τη ναρκωτική χρήση της κοκαΐνης: Τον έχει πιάσει κοκαΐνομανία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκαϊνομανία — η, και κοκαϊνισμός, ο ιατρ. τοξικομανία που οφείλεται στη χρόνια χρήση κοκαΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomanie < cocaine (< coca + ine) + manie (πρβλ. μανία < μανία <… … Dictionary of Greek
κοκαϊνισμός — ο, και κοκαϊνομανία, η βλ. κοκαϊνομανία … Dictionary of Greek
κοκαϊνομανής — ές αυτός που κατέχεται από μανιώδες πάθος για συχνή λήψη κοκαΐνης, αυτός που πάσχει από κοκαϊνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomane < cocaine (< coca + ine) + mane (<… … Dictionary of Greek